Перевод: со всех языков на русский

с русского на все языки

η κατάσταση δεν είναι

  • 1 κατάσταση

    [-ις (-εως)] η
    1) положение, состояние; обстановка; конъюнктура;

    ψυχική (παθολογική) κατάσταση — душевное (болезненное) состояние;

    αεριώδης κατάσταση — газообразное состояние;

    κατάσταση έλλειψης βαρύτητας — состояние невесомости;

    κατάσταση τής οδού — состояние дороги;

    διεθνής κατάσταση — международное положение;

    εμπόλεμος κατάσταση — военное положение; — состояние войны;

    κατάσταση πολιορκίας — осадное положение;

    η κατάσταση των πραγμάτων — положение вещей, положение дел;

    άνθρωπος της κατάστασης — конъюнктурщик;

    είμαι ( — или βρίσκομαι) σε δύσκολη κατάσταση — быть в затруднительном положении;

    2) перечень, список; опись, реестр; ведомость;

    μισθοδοτική κατάσταση — ведомость на зарплату;

    3) воен. служебное положение;

    κατάσταση ενεργείας — действительная служба;

    κατάσταση διαθεσιμότητας — действующий резерв;

    κατάσταση αποστρατείας — положение отставника;

    § είμαι σε ενδιαφέρουσα κατάσταση — быть в интересном положении, быть беременной;

    είμαι σε καλή κατάσταση — иметь состояние, быть состоятельным человеком;

    είμαι σε κατάσταση να... — быть в состоянии (сделать что-л.);

    τί κατάσταση είναι αυτή;

    , что здесь происходит?;

    δεν είναι κατάσταση αυτή! — так дальше продолжаться не может!;

    ορίστε κατάσταση! — смотрите, до чего мы дошли!

    Νέα ελληνική-Ρωσικά λεξικό > κατάσταση

  • 2 ρόδινος

    η, ο[ν] прям., перен. розовый;

    ρόδινα μάγουλα — розовые щёки;

    ρόδινа όνειρα — розовые мечты;

    § τα βλέπω όλα ρόδιν — а видеть всё в розовом свете; — смотреть на всё сквозь розовые очки;

    η κατάσταση δεν είναι ρόδινη — положение не из приятных

    Νέα ελληνική-Ρωσικά λεξικό > ρόδινος

  • 3 ίδιος

    α, ο [ία, ον]
    1) собственный, свой; εκ της ιδίας μου περιουσίας на собственные средства; εξ ιδίων μου за свой счёт; βλέπω με τα ίδια μου τα μάτια видеть своими собственными глазами, видеть самому; εξ ιδίων κρίνω τα αλλότρια судить о других по себе; μεταβαίνω (или επιστρέφω, επανέρχομαι, επανακάμπτω) εις τα ίδια возвращаться домой, восвояси; 2) свой, личный, особый, характерный;

    ίδιος τρόπος — а) своя характерная манера (делать что-л.); — б) особый способ;

    ιδία είσοδος особый, отдельный вход;
    (δεν) είναι ιδιον κάποιου (не)свойственно, (не) подобает кому-л.; не является характерной особенностью; 3) похожий, вылитый; одинаковый;

    είναι ίδιος με τον πατέρα του — он весь в отца, он вылитый отец;

    ίδιος στο χρώμα — одинакового цвета;

    4) (с артиклем) тот же самый, точно такой же, одинаковый;
    όλο το ίδιο, όλο τα ίδια или τα ίδια και τα ίδια одно и то же; τα ίδια или τό ίδιο то же (самое); κοπανάω όλο τα ίδια заладить одно и то же; λέγω τα ίδια και τα ίδια твердить одно и то же; σε όλους φέρνεται το ίδιο он поступает одинаково со всеми; τό ιδιο κάνει всё равно; είναι το ιδιο σαν... это всё равно, что...; είναι το ίδιο это одно и то же; τό ίδιο μού κάνει мне всё равно; προϊόντα της ιδιας προέλευσης продукция того же происхождения; της ίδιας ηλικίας одного возраста; έχουν το ίδιο μπόϊ (ανάστημα) они одного роста; κατά τον ίδιο τρόπο равным образом; με τον ίδιον τρόπο одинаковым способом; στον ίδιο βαθμό в одинаковой мере; 5) (с артиклем) сам, лично;

    θα έλθω ο ίδιος — я приду сам;

    η ίδια η κατάσταση επιβάλλει сама обстановка заставляет;
    § ιδίαις χερσίν собственноручно; κατ' ιδίαν а) отдельно; б) наедине; τα ίδια Παντελάκη μου, τα ϊδια Παντελή μου или τα ίδια της συχωρεμένης погов, опять одно и то же

    Νέα ελληνική-Ρωσικά λεξικό > ίδιος

  • 4 ανάγκη

    η
    1) нужда, необходимость, настоятельная потребность;

    πράγματα ( — или είδη) πρώτης ανάγκης — предметы первой необходимости;

    είναι (απόλυτη) ανάγκη να... — очень нужно, (крайне) необходимо (сделать что-л.);

    έχω ανάγκη από κάτι — нуждаться в чём-л.;

    έχω ανάγκη από ξεκούραση — мне необходим отдых;

    έχω ανάγκη θεραπείας — нуждаться в лечении;

    έχω την ανάγκη κάποιου — а) нуждаться в ком-л.; — б) зависеть от кого-л.;

    δεν σ· έχω ανάγκη — или δεν έχω την ανάγκη σου — а) ты мне не нужен, я в тебе не нуждаюсь; — б) я от тебя не завишу;

    δεν υπάρχει καμμιά ανάγκη — нет никакой необходимости;

    σε ώρα ανάγκη(ς) — в момент необходимости;

    από ανάγκη — или εξ ανάγκης — или (κατ·) ανάγκη — по необходимости, в силу необходимости;

    είναι εθνική ανάγκη... — национальные интересы требуют...;

    σε περίπτωση (εσχάτης) ανάγκης — или εν (εσχάτη) ανάγκη — в крайнем случае, в случае (крайней) необходимости;

    2) недостаток, нужда, бедность;

    έχω ανάγκη — нуждаться;

    είναι άνθρωπος της ανάγκης — он беден, он нуждается;

    3) естественная надобность; нужда (прост.);

    κάνω την ανάγκη μου — отправлять естественную надобность;

    § κατάσταση εκτάκτου ανάγκης — чрезвычайное положение;

    την ανάγκη φιλοτιμία ν ποιούμαι — делать хорошую мину при плохой игре

    Νέα ελληνική-Ρωσικά λεξικό > ανάγκη

  • 5 έξω

    1. πρόθ. I με γεν.
    1) вне, за пределами (чего-л.);

    έξω της οικίας — вне дома;

    2) перен. сверх, выше (чего-л.);

    αυτό είναι έξω των δυνατοτήτων μου — это выше моих возможностей;

    II με αιτιατ.:

    έξω από

    1) — вне, за пределами (чего-л.);

    έξω από το σπίτι — вне дома;

    2) кроме, за исключением;

    έξω από λίγα αυγά δεν εμεινε τίποτε άλλο — ничего не осталось, кроме нескольких яиц;

    3) подольше от (кого-чего-л.);

    έξω από μας ( — или από λόγου μας) — подальше бы от нас;

    § έξω τόπου και χρόνου — вне времени и пространства;

    έξω πάσης λογικής — против всякой логики;

    γίνομαι ( — или είμαι) έξω φρενών ( — или εμαυτού) — выходить из себя, быть вне себя от злости;

    είμαι έξω από κάθε υπόνοια — быть вне всякого подозрения;

    τα λέω έξω από τα δόντια — говорить всё в лицо, напрямик, высказывать всё в глаза;

    αυτό πιά είναι έξω από τα όρια — это уж сверх (всякой) меры; — это уж чересчур;

    2. επίρρ.
    1) вовне, наружу;

    κυττάζω έξωсмотреть наружу (на улицу и т. п.);

    πάμε έξω — выйдем во двор, пошли на улицу;

    σκύβω έξω — высунуться наружу;

    2) снаружи, вне помещения; на улице;

    όλη τη νύχτα μείναμε έξω — всю ночь мы были на у'лице;

    μένω στο βαπόρι, δεν βγαίνω έξω — оставаться на пароходе, не сходить на берег;

    3) за границей;

    σπουδάζω έξω — учиться за границей;

    τα λεμόνια τα στέλνουν έξω — лимоны отправляют за границу;

    4):

    από έξω — а) с наружной стороны, снаружи;

    βάφω το σπίτι απ' έξω — покрасить дом снаружи; — б) наизусть, на память;

    μαθαίνω ( — или ξέρω) κάτι απ' έξωвыучить (или знать) что-л, наизусть; — в):

    απ' έξω -άπ'έξω — а) стороной; — б) незаметно, намёками;

    του τώφερε απ'έξω-απ'έξω — он ловко дал ему понять;

    § έξω - έξω на самом краю;

    έξω! вон!;

    έξω από δω! — вон отсюда!;

    έξω φτώχεια! — с бедностью покончено!;

    έξω νού! — выбрось всё из головы!; — плюнь (ты) на всё (разг);

    βγάζω κάποιον έξω — прогонять, выгонять кого-л.;

    ρίχνω έξω (τη βάρκα, το πλοίο) — сажать на мель (лодку, ко-

    робль);

    τό ρίχνω έξω — пуститься в разгул;

    γυρίζω τα μέσα έξω — выворачивать наизнанку;

    μιά κι' έξω — разом;

    πέφτω έξωа) прям., перен. садиться на мель; — б) ошибиться, просчитаться;

    απ' έξω κούκλα και μέσα πανούκλα — погов, сверху шёлк, а в брюхе щёлк;

    3. (τό) внешний вид, наружная сторона (чего-л.);

    § είμαι στα μέσα και στα έξω — быть важной фигурой;

    τό έξω τ' αυγού και το μέσα τής ελιάς — погов. т тебе боже, что мне не тоже;

    4. επίθ, άκλ.
    1) прям., перен. внешний;

    η έξω γωνία — внешний угол;

    τα έξω πράγματα ( — или η έξω κατάσταση) — внешнеполитическая ситуация;

    2) живущий за рубежом, вне страны;

    ο έξω ελληνισμός — греки, живущие вне Греции

    Νέα ελληνική-Ρωσικά λεξικό > έξω

См. также в других словарях:

  • κατάσταση — (Φυσ.). Ο τρόπος με τον οποίο παρουσιάζονται στη γενική τους μορφή τα διάφορα σώματα και εξαρτάται έως έναν βαθμό από τις δυνάμεις συνοχής των μορίων τους. Η ύλη γενικά παρουσιάζεται στη φύση σε στερεά, σε υγρή και σε αέρια μορφή. Η στερεά μορφή… …   Dictionary of Greek

  • κατάσταση ανάγκης — (Νομ.). Κατάσταση κινδύνου σε έννομα αγαθά, η οποία μπορεί να αποτραπεί μόνο με τη βλάβη ξένων αγαθών. Δημιουργεί σύγκρουση καθηκόντων και πρόβλημα στάθμισης και αξιολόγησης των αγαθών που πρέπει να θυσιαστούν και εκείνων που δικαιολογείται να… …   Dictionary of Greek

  • Ρουσό, Ζαν-Ζακ — (Rousseau, Γενεύη 1712 – Eρμενονβίλ, Ουάζ 1778). Φιλόσοφος του γαλλικού διαφωτισμού. Έπειτα από ανήσυχη και περιπετειώδη νεανική ζωή, εγκαταστάθηκε στο Παρίσι όπου γνωρίστηκε με τους φιλοσόφους και ιδιαίτερα με τον Ντιντερό. Για την… …   Dictionary of Greek

  • υγρός — ή, ό / ὑγρός, ά, όν, ΝΜΑ, και τ. θηλ. ά και ογρός, ή, ό Ν, και ιων. τ. θηλ. ὑγρή Α 1. υδατώδης (α. «υγρό στοιχείο» η θάλασσα και, γενικότερα, τα νερά β. «ὅ σφωϊν μάλα πολλάκις ὑγρὸν ἔλαιον χαιτάων κατέχευε», Ομ. Ιλ.) 2. αυτός που ενέχει υγρασία,… …   Dictionary of Greek

  • ρόδινος — η, ο / ῥόδινος, ίνη, ον, ΝΜΑ νεοελλ. 1. ο ευοίωνος, ο αίσιος (α. «ρόδινες προοπτικές» β. «η κατάσταση δεν είναι ρόδινη») 2. το ουδ. ως ουσ. το ρόδινο το χρώμα τού ρόδου, το τριανταφυλλί, το ροζ 3. φρ. «τά βλέπει όλα ρόδινα» είναι υπερβολικά… …   Dictionary of Greek

  • ανησυχητικός — ή, ό επίρρ. ά αυτός που προκαλεί ανησυχία, για τον οποίο κανείς ανησυχεί: Η κατάσταση δεν είναι τόσο ανησυχητική όσο την παρουσιάζουν μερικοί …   Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)

  • σύμπαν — Είναι το σύνολο των ουράνιων σωμάτων και του διαστήματος μέσα στο οποίο είναι εγκατασπαρμένα. Τα ακραία όριά τους, περισσότερο από άμεσες παρατηρήσεις απευθείας ή με όργανα, έχουν καθοριστεί με επιστημονικές υποθέσεις, που επιδίωξαν να μεταφέρουν …   Dictionary of Greek

  • εγκυμοσύνη — Κατάσταση στην οποία βρίσκεται η γυναίκα που φέρει στον οργανισμό της ένα ή περισσότερα έμβρυα σε ανάπτυξη. Η ε. αρχίζει με τη γονιμοποίηση και τελειώνει με τον τοκετό. Η ε. αποκαλείται φυσιολογική ή ενδομήτρια, όταν το προϊόν της σύλληψης… …   Dictionary of Greek

  • δουλεία — Κατάσταση στην οποία βρίσκεται ο δούλος, δηλαδή ένα πρόσωπο που έχει στερηθεί την ελευθερία του, ο οποίος θεωρείται, από voμική άποψη, ως ατομική ιδιοκτησία και συνεπώς εξαρτάται από τη θέληση και την αυθαιρεσία του κυρίου του. Ιστορικά η δ.… …   Dictionary of Greek

  • ανεργία — Κατάσταση στην οποία βρίσκεται κάποιος που, ενώ θέλει και είναι ικανός να εργαστεί, ωστόσο δεν βρίσκει δουλειά. Παρότι, όταν γίνεται λόγος για α., εννοούμε κυρίως την α. των εργατών, των υπαλλήλων ή άλλων μισθωτών, στην οικονομική ζωή μπορεί να… …   Dictionary of Greek

  • σεισμός — Κατάσταση σφοδρής και ταχύτατης δόνησης μεγάλων ή μικρών τμημάτων του φλοιού της Γης, που προέρχεται από ενδογενή αίτια. Όταν σε μια ζώνη του εσωτερικού της Γης συμβεί μια απρόβλεπτη διατάραξη της ισοστατικής ισορροπίας των μαζών, με σύγχρονη… …   Dictionary of Greek

Поделиться ссылкой на выделенное

Прямая ссылка:
Нажмите правой клавишей мыши и выберите «Копировать ссылку»